- ἀβυρτακῶδες
- ἀβυρτακώδηςlikemasc/fem voc sgἀβυρτακώδηςlikeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοδάρτης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔδεσμά τι ἀβυρτακῶδες», δηλαδή με αβυρτάκη, δυνατό καρύκευμα από φυτά με έντονη γεύση και οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δάρτης (< δέρω «γδέρνω»)] … Dictionary of Greek